Αγχωτική η εβδομάδα στη δουλειά... Τρέξιμο συνέχεια, είμαι στο λούκι για τα καλά. Και χτες νύχτα δύσκολη λίγο κοιμήθηκα και πρωί πρωί πάλι στο γραφείο.
Κάποτε πολλά χρόνια πρίν, πήγαινα σχολείο ακόμα, μια συμμαθήτριά μου είχε πει κάτι το πολύ σοφό που όσο το φιλοσοφώ τόσο αντιλαμβάνομαι το πόσο δίκιο είχε...
"Η ζωή είναι Γιώργο" μου είπε "μια σειρά από λούκια και η μόνη ευτυχισμένη περίοδος είναι όταν βγαίνεις από το ένα για να μπεις στο άλλο".
Να ξερες βρε Γεωργία, όπου και να είσαι σήμερα καλή σου ώρα, πόσες φορές σκέφτηκα τα λόγια σου από τότε. Αχ να τελειώσω το σχολείο, αχ να μπω στο Πανεπιστήμιο. Μπήκα όλο χαρά και άλλο λούκι εκεί, να τελειώσω να πάρω πτυχίο... Χαρές και πανηγύρια και μετά στρατός δουλειά ανεργία δουλειά... ατελείωτη σειρά τα (πα)λούκια...
Σας αγχώνω ίσως καλοί μου αναγνώστες, σας βλέπω εκεί να διαβάζετε και ίσως να λέτε "κούλαρε ρε συ, χαλάρωσε", χαλαρός είμαι αλλά μην μου πείτε πως δεν είναι έτσι. Καθένας μας τραβάει τα δικά του λούκια και η ευτυχία; Η ώρα της μετάβασης από το ένα στο άλλο, έτσι ακριβώς... Αν έχω λύση; Χμμμ θα έλεγα πως υπάρχει μια μόνο αρχαία συνταγή η στωικότητα. Μπορεί κανείς να είναι έτσι; Να γεύεται τη μεγάλη χαρά και τη μεγάλη λύπη με τον ίδιο τρόπο; Για μένα δύσκολο πολύ... Μάλλον το αντίθετο είμαι θα έλεγα ζω τη μεγάλη χαρά και τη μεγάλη λύπη με ένταση... Και αναρωτιέμαι αν αξίζει τελικά η απάθεια... Είναι βάλσαμο της ψυχής;
Τι λέτε κι εσείς καλοί μου αναγνώστες;
«Ο αληθινός Στωϊκός είναι ένας άνθρωπος που υποτάσσεται στην τύχη με θάρρος και αξιοπρέπεια, επειδή αντιλαμβάνεται ότι είναι καταδικασμένη οποιαδήποτε αντίσταση απέναντί της, πρεσβεύει δηλαδή ο στωϊκός άνθρωπος την επιγραμματική διατύπωση volentem ducunt fata, nolentem trahunt, δηλ. η Μοίρα οδηγεί εκείνους που θέλουν να την ακολουθήσουν και σέρνει εκείνους που το αρνούνται» (A. S. Bogomolov)
...
Το πρωί στο γκρίζο χάραμα, τα έλατα κατουράνε
Και τα ζωϋφιά τους, τα πουλιά, αρχίζουν να φωνάζουν.
Κείνη την ώρα, αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη
Πετάω, τ' αποτσίγαρό μου, και ανήσυχος κοιμάμαι.
Απ' αυτές τις πολιτείες θ' απομείνει
Εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
δίνει χαρά, το σπίτι σ' αυτόν που τρώει: τ' αδειάζει.
Ξέρουμε, ότι είμαστε περαστικοί
Κι ότι ύστερα από μας, τίποτα τ' αξιόλογο δεν θα 'ρθει
...
Bertolt Brecht
Το πρωί στο γκρίζο χάραμα, τα έλατα κατουράνε
Και τα ζωϋφιά τους, τα πουλιά, αρχίζουν να φωνάζουν.
Κείνη την ώρα, αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη
Πετάω, τ' αποτσίγαρό μου, και ανήσυχος κοιμάμαι.
Απ' αυτές τις πολιτείες θ' απομείνει
Εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
δίνει χαρά, το σπίτι σ' αυτόν που τρώει: τ' αδειάζει.
Ξέρουμε, ότι είμαστε περαστικοί
Κι ότι ύστερα από μας, τίποτα τ' αξιόλογο δεν θα 'ρθει
...
Bertolt Brecht